- ἀγανοῖσι
- ἀγανόςmildmasc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγανοῖσ' — ἀγανοῖσι , ἀγανός mild masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραυδώ — άω, Α (ποιητ. τ.) 1. μιλώ παρηγορητικά, λέγω παρηγορητικούς λόγους, παρηγορώ, ενθαρρύνω («μύθοις ἀγανοῑσι πααυδήσας», Ομ. Οδ.) 2. προσπαθώ να πείσω κάποιον να πράξει κάτι, συμβουλεύω («μὴ ταῡτα παραύδα», Ομ. Οδ.) 3. παρουσιάζω, παριστάνω κάτι… … Dictionary of Greek